- φύρας
- οο επιζήμιος, ο βλαβερός: Αν κάνεις μαζί του δουλειά, θα την πάθεις· είναι φύρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φύρας — ο, Ν [φύρα] αυτός που προκαλεί φύρα, βλαβερός … Dictionary of Greek
φυρᾷς — φῡ̱ρᾷς , φυράω mixing pres subj act 2nd sg φῡ̱ρᾷς , φυράω mixing pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύρας — φύ̱ρᾱς , φύρω mix aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) φύ̱ρᾱς , φυράω mixing pres ind act 2nd sg (attic) φύ̱ρᾱς , φυράω mixing imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)